- Καικιλίου
- Καικίλιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Ανδρωνίδας — (2ος αι. π.Χ.).Αχαιός αρχηγός των ρωμαιοφίλων, που μεταβίβασε προτάσεις ειρήνης του Καικίλιου Μέτελου στους συμπατριώτες του. Καταδικάστηκε από τον Δίαιο σε θάνατο και εξαγόρασε την ποινή του για ένα τάλαντο … Dictionary of Greek
Λογγίνος ο Κάσσιος — (; – 273 μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από την περιοχή της Παλμύρας. Από την Αθήνα, όπου διατηρούσε σχολή ρητορικής και φιλολογίας, μετέβη στη Συρία ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας και σύμβουλος της βασίλισσας Ζηνοβίας. Το 273 καταδικάστηκε σε … Dictionary of Greek
Λυσιμαχίδης — (1ος αι. π.Χ.). Γραμματικός. Υπήρξε αντίζηλος του Καικίλιου, στον οποίο επιτέθηκε στο λεξικό του Καλλιρρημοσύνη και προσπάθησε να καταστήσει λανθασμένες τις ερμηνείες του. Το πιο σημαντικό έργο του Λ. ήταν το Περί Aθήναισι εορτών και μηνών, το… … Dictionary of Greek
Μινούκιος Φήλιξ, Μάρκος — (Marcus Minucius Felix, 2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος συγγραφέας αφρικανικής καταγωγής. Στον διάλογό του Octavius, ένας νεοφώτιστος στον χριστιανισμό, ο Οκτάβιος, ανασκευάζει τις αντιρρήσεις του ειδωλολάτρη Καικιλίου, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει μια… … Dictionary of Greek
Τιτίνιος — Ρωμαίος κωμωδιογράφος του 2ου αι. π.Χ., σύγχρονος του Τερέντιου και του Καικίλιου, ο γνωστότερος από τους ελληνίζοντες κωμωδιογράφους. Ο Τ. ασχολήθηκε κυρίως με ηθογραφικά θέματα. Στα έργα του, οι σύγχρονοί του θαύμαζαν κυρίως την ικανότητα του… … Dictionary of Greek